μάτι

μάτι
τό
1) глаз, око;

τα κομμένα μάτια — запавшие глаза;

μισοκλείνω τα μάτια — щуриться;

χαμηλώνω τα μάτια — опустить глаза, потупиться;

2) глаза, зрение;

έχω καλό ( — или δυνατό) μάτι — иметь хорошее, острое зрение;

3) взгляд, взор;
4) дурной глаз;

έχω κακό μάτι — иметь дурной глаз;

τό μάτι μη σε πιάσει — чтоб тебя не сглазили;

5) бот. глазок, почка;
6) конфорка (кухонной плиты); 7) петля (в вязаных, плетёных вещах);

§ μάτι νερού — ключ, родник;

αυγά μάτια — яичница-глазунья;

μάτι της θάλασσας — водоворот;

(на море);

μάτι της εταζέρας — отделение этажерки;

ρίχνω στάχτη στα μάτια — пускать пыль в глаза;

καρφώνω τα μάτια — вперить взгляд (в кого-л., во что-л.); — уставиться (разг ), пялить глаза (прост.) (на кого-л.);

παίρνω τα μάτια μου (καί φεύγω) — уходить без оглядки;

χτυπώ στο μάτι — а) бросаться в глаза1; — б) привлекать внимание;

αδτή μοβ χτύπησε στο μάτι — она мне приглянулась, понравилась;

κάνω ( — или κλείνω, πατώ) το μάτι σε κάποιον — подмигивать кому-л.;

κάνω τα γλυκά μάτια — строить глазки;

δεν πιστεύω στα μάτια μου — не верить своим глазам;

κλείνω ( — или σφαλώ) τα μάτια μου — закрыть глаза, умереть;

δεν έχω κανένα να μού κλείσει τα μάτια — некому будет закрыть мне глаза (о полном одиночестве);

κλείνω τα μάτια — или κάνω στραβά μάτια — закрывать глаза (на что-л.);

ανοίγω κάποιου τα μάτι — открывать кому-л. глаза (на что-л.);

ανοίγω τα μάτι μου — а) открывать глаза, просыпаться; — б) перен. прозревать;

έχω τα μάτια μου (δεκα)τέσσερα — смотреть во все глаза;

τα μάτια σου τέσσερα ( — или δεκατέσσερα)! — смотри в оба!;

δεν έχω μάτια να τον δώ — я его видеть не могу;

τον έχω ( — или τον έβαλα) στο μάτι — он у меня на примете;

τον πήρε το μάτι μου — я его заметил;

τον πήρα (με) καλό (κακό) μάτι — он мне понравился (не понравился) с первого взгляда;

την έβαλα στο μάτι — я положил на неё глаз, она будет моей;

βγάζω τα μάτια μου μοναχός μου — я сам себя наказал;

παίρνω κάτι μπροστά απ' τα μάτια κάποιου — взять что-л, из-под носа у кого-л.;

δείχνω ( — или βάζω) κάη μπροστά στα μάτια κάποιου — ткнуть носом кого-л. во что-л.;

δεν ξεκολλώ τα μάτια μου από κάποιον — не спускать глаз с кого-л.;

φυλάγω σαν τα μάτια μου — беречь как зеницу ока;

τό παιδί και τα μάτια σου — не спускай с ребёнка глаз, смотри за ним как следует;

τρώγω κάποιον με τα μάτια μου — пожирать кого-л. глазами;

δεν σηκώνω τα μάτια μου από κάποιον — не сводить глаз с кого-л.;

δεν χορταίνει το μάτι μου — или έχω μάτι ανεχόρταγο — быть ненасытным, алчным;

όσο παίρνει το μάτι — насколько хватает глаз, огромный (о пространстве);

δεν μού γεμίζει το μάτι — а) не стоит этих денег; — б) мне кажется, что эτο — не так красиво (ценно, интересном т. п.);

τον έχει σαν τα μάτια του — он ему дороже собственных очей;

μαύρισε το μάτι μου από την πείνα — у меня потемнело в глазах от голода;

με πιάνει το μάτι — меня легко сглазить;

παίζει ( — или πετάει — или ξεπετά) το μάτι μου — у меня глаз дёргается (ток. приметак встрече с кем-л.);

δεν έχεις μάτια;

ты что, слепой?;

θα σού φάω το μάτι — я тебе отомщу;

μάτι με μάτι — с глпзу на глаз;

με τα μάτια μου — своими глазами;

με το μάτι — на глаз, на глазок;

με γυμνό μάτι — невооружённым глазом;

γιά τα (μαύρα) μάτια — или. γιά τα μάτια (τού κόσμου) — для вида, для отвода глаз;

γιά τα ωραία μάτια — роди прекрасных глаз;

γιά τα μαύρα σου τα μάτια ирон. — ради твоих прекрасных глаз;

με κλειστά (τα) μάτια — безрассудно, слепо; — не глядя; — с закрытыми глазами, не размышляя;

μέσα ( — или μπροστά) στα μάτια μας — на наших глазах;

(σού ορκίζομαι) στα μάτια μου — клянусь тебе жизнью!;

μέσ'τά μάτια — в в глаза;

να μη σε ιδούν τα μάτια μου! — уходи с глаз долой!;

να μη σε ξαναδούν τα μάτια μου — не попадайся мне больше на глаза;

να μού βγούνε ( — или χυθούν) τα μάτια! — пусть лопнут мой глаза!;

να μη χαρώ τα μάτια μου! — пусть я ослепну!, чтоб мне света белого не видеть! (в клятвах);

μάτιа μου! — любовь моя1, мой дорогой!, свет очей моих!;

τό γινάτι βγάζει μάτι — погов. ≈ — упрямство до добра не доведёт;

η πραμάτεια θέλει μάτια — посл. ≈ — товар показ любит;

τα μάτια πού δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται — погов, ≈ — с глаз долой — из сердца вон;

φάτε μάτια ψάρια και η κοιλιά περίδρομο — погов. хоть видит око, да зуб неймёт


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Полезное


Смотреть что такое "μάτι" в других словарях:

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • μάτι — το 1. ο οφθαλμός, το όργανο της όρασης: Είχε μεγάλα μαύρα μάτια. 2. η όραση: Έχει αδύναμο μάτι. 3. βασκανία, μάτιασμα: Τον πιάνει εύκολα το μάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ματιάζω — [μάτι] 1. ρίχνω το βλέμμα μου ή τη ματιά μου πάνω σε κάποιο αντικείμενο ή πρόσωπο 2. βασκαίνω κάποιον ή κάτι με το βλέμμα μου ή με τον υπερβολικό θαυμασμό μου («δεν έχω μάτι που ματιάζει») 3. σκοπεύω, σημαδεύω («τό μάτιασα και με την πρώτη τό… …   Dictionary of Greek

  • όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… …   Dictionary of Greek

  • Dimitri Kitsikis — (Δημήτρης Κιτσίκης) (2 juin 1935 à Athènes ) est un historien turcologue de géopolitique et professeur de relations internationales à l université d’Ottawa (Canada), depuis 1970. Il est membre de l Académie canadienne (Société Royale du Canada)… …   Wikipédia en Français

  • φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… …   Dictionary of Greek

  • Dimitri Kitsikis — (Greek: Δημήτρης Κιτσίκης) (born 2 June 1935 in Athens, Greece) is a Greek Turkologist, Professor of International Relations and Geopolitics. He has also published poetry in French and Greek. Contents …   Wikipedia

  • αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • μεγέθυνση — Η ιδιότητα ενός οπτικού συστήματος να σχηματίζει εικόνες είδωλα διάφορων αντικειμένων, σε μεγαλύτερο μέγεθος από αυτές που γίνονται αντιληπτές με γυμνό μάτι. Η γωνιακή μ. ενός οπτικού συστήματος προκύπτει από τον λόγο της γωνίας υπό την οποία… …   Dictionary of Greek

  • ομμάτιο(ν) — το (Α ὀμμάτιον) μικρό μάτι, ματάκι νεοελλ. 1. οφθαλμός, μάτι 2. ναυτ. μικρός δακτύλιος από δετηρία στα άκρα τών ιστίων για την πρόσδεσή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ὄμμα: ὀμμάτ ιον (> ὀμμάτιν > ὀμμάτι > μάτι*. Ας σημειωθεί ότι τα σύνθ. τού …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»